- ευλεκτρος
- εὔλεκτροςεὔ-λεκτρος21) прелестный, желанный
(νύμφη Soph.)
2) благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак(Κύπρις Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νύμφη Soph.)
(Κύπρις Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εύλεκτρος — εὔλεκτρος, ον (Α) 1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία 2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)] … Dictionary of Greek
εὔλεκτρος — bringing wedded happiness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλέκτρου — εὔλεκτρος bringing wedded happiness masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] … Dictionary of Greek
ραβδονομώ — έω, Α [ῥαβδονόμος] είμαι ραβδονόμος*, κρατώ ράβδο ως σημείο τής εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῡσα», Σοφ.) … Dictionary of Greek