ευλεκτρος

ευλεκτρος
    εὔλεκτρος
    εὔ-λεκτρος
    2
    1) прелестный, желанный
    

(νύμφη Soph.)

    2) благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак
    

(Κύπρις Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευλεκτρος" в других словарях:

  • εύλεκτρος — εὔλεκτρος, ον (Α) 1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία 2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • εὔλεκτρος — bringing wedded happiness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλέκτρου — εὔλεκτρος bringing wedded happiness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ραβδονομώ — έω, Α [ῥαβδονόμος] είμαι ραβδονόμος*, κρατώ ράβδο ως σημείο τής εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῡσα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»